ἔκθυμος

ἔκθυμος
ἔκθῡμος , ἔκθυμος
spirited
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκθυμος — η, ο (AM ἔκθυμος, ον) Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή») αρχ. εκτός εαυτού, μανιώδης II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως) ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση») αρχ. 1. υπερβολικά, με εμπάθεια 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἐκθυμότερον — ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited adverbial comp ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited masc acc comp sg ἐκθῡμότερον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυμότατα — ἐκθῡμότατα , ἔκθυμος spirited adverbial superl ἐκθῡμότατα , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυμότατον — ἐκθῡμότατον , ἔκθυμος spirited masc acc superl sg ἐκθῡμότατον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθύμως — ἐκθύ̱μως , ἔκθυμος spirited adverbial ἐκθύ̱μως , ἔκθυμος spirited masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθυμον — ἔκθῡμον , ἔκθυμος spirited masc/fem acc sg ἔκθῡμον , ἔκθυμος spirited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκθύμως — επίρρ. βλ. έκθυμος …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • ξεθυμότητα — ξεθυμότητα, ἡ (Μ) βιασύνη, παραφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ξέθυμος < ἔκθυμος «εγκάρδιος, μανιώδης» + κατάλ. ότητα] …   Dictionary of Greek

  • ՍՐՏԱԲԵԿ — ( ) NBH 2 0763 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.մ. ἕκθυμος . Բեկեալ սրտիւ. սրտակոտոր. ահաբեկեալ. սասանեալ. խոնարհեալ. սիրտը կոտրած, կտրած, փրթած. *Յայնչափ քաջութեան մրտի մանկանցն եօթանեցունց սրտաբեկ լինէր թագաւորն. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”